Μαντείαις

Μαντείαις
Μαντείας
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαντείαις — μαντεία prophetic power fem dat pl μαντεί̱αις , μαντεῖος oracular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вълшвениѥ — ВЪЛШВЕНИ|Ѥ (37), ˫А с. То же, что вълхвованиѥ в 1 знач.: си же сѹть дѣла сотонина… срамословь˫а. вълшвени˫а. СбТр ХІІ/ХІІІ, 25 об.; Манихеи… || ѡба˫аниѥ и вълъшвениѥ творѩть. (μαντείαις) КР 1284, 383в–г; видѣвъ ѥго… възимаѥма на въздѹсѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”